- ιπποδιώκτης
- ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)1. ιππηλάτης*, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων2. επιγρ. είδος μονομάχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱπποδιώκτης — driver masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδιώκτας — ἱπποδιώκτᾱς , ἱπποδιώκτης driver masc acc pl (doric) ἱπποδιώκτᾱς , ἱπποδιώκτης driver masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππόθοος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πρίαμου, βασιλιά της Τροίας. 2. Πελασγός, γιος του Λήδη. Βοήθησε τους Τρώες και δολοφονήθηκε από τον Αίαντα τον Τελαμώνιο. 3. Γιος του Αλέα και της Νεαίρας, που δολοφονήθηκε από τον ανιψιό του, Τήλεφο. 4.… … Dictionary of Greek